- χορίαμβος
- οτετρασύλλαβο μετρικό πόδι που αποτελείται από τροχαίο και ίαμβο (- υ υ -).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χορίαμβος — choriambus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορίαμβος — ο, ΝΜΑ (μετρ.) τετρασύλλαβος εξάσημος πους, αποτελούμενος από τροχαίο και ίαμβο, ο οποίος έχει τον μετρικό τόνο στην πρώτη ή στην τέταρτη συλλαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορ εῖος «είδος μετρικού ποδός» + ἴαμβος] … Dictionary of Greek
χοριάμβοις — χορίαμβος choriambus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριάμβου — χορίαμβος choriambus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριάμβους — χορίαμβος choriambus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριάμβων — χορίαμβος choriambus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριάμβῳ — χορίαμβος choriambus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορίαμβοι — χορίαμβος choriambus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορίαμβον — χορίαμβος choriambus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
хориямб — ХОРИЯ´МБ (греч. χορίαμβος) в античной метрике сложная шестидольная стопа, составленная из хорея и ямба, о четырех слогах ⌣̅⌣̅⌣⌣⌣̅⌣̅. B силлаботонической же системе X. называется случай, когда в ямбическом стихе (преимущественно в четырехстопном… … Поэтический словарь